Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωριζώ από την όψη
που με βία μετράει τη γή.
Απ`τα κόκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
Εκεί μέσα εκατοικούσες
πικραμένη, εντροπαλή,
κι ένα στόμα ακαρτερούσες
Έλα πάλι, να σου πεί.
Άργειε νά`λθει ερείνη η μέρα,
κι ήταν όλα σιωπηλά,
γιατί τά` σκιαζε η φοβέρα
και τα πλάκωνε η σκλαβιά.
I know you by heart
of the terrible sword,
I know you by face
which forcibly measures the earth.
Extracted from the bones
of the Greeks the sanctuaries,
and as a first-timer,
rejoice, oh rejoice, Freedom!
In there you lived
bitter, embarrassed,
and you had a mouth full
Come again, let him tell you.
It's too late for the day to come,
and it was all silent,
because they were overshadowed by bullying
and they were plagued by slavery.